photo by Akanthos
Του Γιώργου Πάλι
Παραμονή 15/8/17
Τώρα μωρό μου, θα είχες την αδεία σου.
Και θα έπαιρνες και το δώρο διακοπών.
Και όπως πάντα θα το ξόδευες εκεί που νόμιζες εσύ.
Σε κοκαϊνομανίες και μπαρμπούτια.
Για να μπορούσες να νιώθεις.
Γιατί μόνο έτσι ένιωθες.
Πάντα στο απαγορευμένο.
Για χρόνια κερδισμένος.
Σε καριέρα – ζωή.
Μόνο που εσύ δεν ένιωθες την τύχη.
Αυτή που είχες.
Αυτήν που σου επιτράπηκε να έχεις.
Παρέα με εκλεκτούς εραστές.
Τουλάχιστον του ήχου.
Με μπουζομπακλάμαδες (που δεν τους προδώσαν) , με χασίσια και παστουρμάδες , που καμιά σχέση δεν έχουν με τα εδώ, εσύ ο τίμιος σε γραφή και ποιότητα.
Και στην κουλτούρα.
Γιατί καμιά κουλτούρα δεν είναι κουλτούρα αν δεν είναι πρωτίστως λαϊκή.
Κουβέρτα για σεξ αλλά όχι για το σεξ του κόσμου.
Παρίας ανάμεσα σε παρίες.
Που οι τελευταίοι δεν το ένιωσαν αλλά και δεν είχαν καμιά υποχρέωση να το νιώσουν.
Ολιγαρκής άνθρωποι.
Που αντίθετα με τους χασικλήδες του χωριού εκείνοι οι χασικλήδες απλοποιούσαν την ζωή τους.
Αντί να την μπερδεύουν ως ήθηστε.
Αγάπη για την Σωτήρια Μπέλλου.
Ο Στράτος Διονύσιου ήταν Κύριος μου έλεγες.
Κοκαϊνιστές τραγουδιστές του καψούρικου, αυτών με τα λουλούδια δεν κάνουν μια.
Από Αχαρνών και κάτω να το αναζητήσεις το καψούρικο.
Κάτι ήξερες, το καταλάβαινα ότι το ήξερες.
Να φυλάς την γούνα σου μικρέ, έλεγες,
Ούτε τα Εξάρχεια ούτε τους ροκάδες μη πολυπιστεύεις.
Λαμογιά παντού.
Ήχο ηλεκτρικό βγάζουν πια οι ροκάδες.
Τίποτα παραπάνω.
Τα προ – πο έχουν γεμίσει με επιχειρηματίες.
Και ο αθλητισμός μια επιχείρηση είναι.
Διάβασε για την κοινωνιολογία του ποδοσφαίρου, καλά κάνεις.
Ο Ολυμπιακός από την Μακρόνησο έφτασε στην Χ.Α. κάτι ξέρω που στο λέω.
Και δεν μπορείς να φανταστείς πως με πονάει αυτό.
Ο Βάσιας έγραψε ένα βιβλίο για τον Ολυμπιακό.
Βρέστο και ξεκοκάλισε το.
Έχει ζουμί.
Τον Ολυμπιακό τον πούλησαν οι Πειραιώτες.
Στην γειτονιά του Φύσσα, όχι του συγγραφέα, του τραγουδοποιού είδες τι έγινε. Και που είσαι ακόμα.
Σ’ ένα κολόμπαρο στα Καμίνια εσύ με κουβάλαγες.
Γιατί κάποιοι με προσκύνησαν.
Εγώ δεν χρίζω προσκυνήματος.
Παρέα με τα γεράκια μεγάλωσα.
Και τα Ελληνικά ήταν ξένη γλώσσα.
Μη κοιτάς τον αδερφό μου. εσύ τον βλέπεις τελειωμένο.
Και τα ανίψια.
Καλά κάνεις.
Την δημοσιογραφία του λαού, είδες πως την κατάντησαν.
Του συστήματος.
Μόνο οι προπολεμικές έχουν κάτι να πουν.
Όχι κάτι , λένε τα πάντα.
Τότε που το ποδόσφαιρο ήταν στις αλάνες και η θέρμη για την φανέλα μετρούσε.
Ήταν ουσιαστική.
Άνθρωποι με πάθος.
Άνθρωποι με πάθοι.
Το τραγούδι της ζωής μου.
Του
Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια
ούτε ραμί και πάστρα,
μακάρι να μου τάξουνε
τον ουρανό με τ’ άστρα.
Αυτά με καταστρέψανε
και μ’ άφησαν μπατίρη,
τώρα δεν έχω τάλιρο
να πιω κάνα ποτήρι.
Τα έριξα κι ησύχασα
όλα με άσσο δυο
αν τα κρατούσα, μάγκες μου,
θα είχα ένα πλοίο
αν τα κρατούσα, μάγκες μου,
θα είχα λεωφορείο.
Γύρναγα στις γυναίκες.
Όχι στις σπιτικές, τις άλλες.
Νύχτα πάντα.
Είδα και την Ομόνοια του Ιωάννου.
Όχι την δική σου των πρεζονιών.
Σπουδαίοι άνθρωποι.
Και τις γυναίκες των καφενείων.
Γυναίκες με αρχίδια.
Πάντα όμως πολύ γυναίκες
Έστω και αν ήταν λεσβίες.
Ερήπεια της ζωής και της γνώσης.
Σαν αυτή του Κοκαϊνοπότη
Του Τούντα :
Πού `ναι εκείνα μου τα κάλλη
πού `ναι η τόση εμορφιά,
στην Αθήνα δεν είχε άλλη
τέτοια λεβεντιά!
Ήμουν κούκλα, ναι στ’ αλήθεια
με μεγάλη αρχοντιά!
Δε σας λέγω παραμύθια,
τρέλανα ντουνιά!
Μα μ’ έμπλεξε ένας μόρτης
αχ, ένας μάγκας πρώτης
μου πήρε ό,τι είχα και μ’ αφήνει.
Μου πήρε την καρδιά μου,
τα νιάτα, τα λεφτά μου,
κι απ’ τον καημό φουμάρω κοκαΐνη.
Μ’ αγαπούσαν αφεντάδες,
νέοι, γέροι και παιδιά
κι όλοι πρώτοι κουβαρντάδες
μεσ’ στην αγορά.
Αχ, τι όμορφα περνούσα
με τραγούδια και κρασί,
κάθε μέρα εγλεντούσα!
Τι ζωή χρυσή!
Και τώρα η καημένη
γυρίζω μαραμένη
γιατί ο σεβντάς του μάγκα δε μ’ αφήνει.
Με τρέλανε ο μόρτης,
ο κοκαϊνοπότης,
γι’ αυτό κι εγώ φουμάρω κοκαΐνη.