Σελίδες

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Zariia, Ζαριά, του Νίκου Λέκκα





 photo by Akanthos 

Του Γιώργου Πάλι


Παραμονή  15/8/17

Τώρα μωρό μου, θα είχες την αδεία σου.

 Και θα έπαιρνες και το δώρο διακοπών.
 Και όπως πάντα θα το ξόδευες  εκεί που νόμιζες εσύ.
Σε κοκαϊνομανίες και μπαρμπούτια.
 Για να μπορούσες να νιώθεις.
 Γιατί μόνο έτσι ένιωθες.
 Πάντα στο απαγορευμένο.
 Για χρόνια κερδισμένος.
 Σε καριέρα – ζωή.
 Μόνο που εσύ δεν ένιωθες την τύχη.
 Αυτή που είχες.
 Αυτήν που σου επιτράπηκε να έχεις.
  Παρέα με εκλεκτούς εραστές.
 Τουλάχιστον του ήχου.
 Με μπουζομπακλάμαδες (που δεν τους προδώσαν) , με χασίσια και παστουρμάδες , που καμιά σχέση δεν έχουν με τα εδώ, εσύ ο τίμιος σε γραφή και ποιότητα.
 Και στην κουλτούρα.
Γιατί καμιά κουλτούρα δεν είναι κουλτούρα αν δεν είναι πρωτίστως λαϊκή.
 Κουβέρτα για σεξ αλλά όχι για το σεξ του κόσμου.
Παρίας ανάμεσα σε παρίες.
 Που οι τελευταίοι δεν το ένιωσαν αλλά και δεν είχαν καμιά υποχρέωση να το νιώσουν.
Ολιγαρκής άνθρωποι.
Που αντίθετα με τους χασικλήδες του χωριού εκείνοι οι χασικλήδες απλοποιούσαν την ζωή τους.
 Αντί να την μπερδεύουν ως ήθηστε.
 Αγάπη για την Σωτήρια Μπέλλου.
 Ο Στράτος Διονύσιου ήταν Κύριος μου έλεγες.
 Κοκαϊνιστές τραγουδιστές του καψούρικου, αυτών με τα λουλούδια  δεν κάνουν μια.
 Από Αχαρνών και κάτω να το αναζητήσεις το καψούρικο.
 Κάτι ήξερες, το καταλάβαινα ότι το ήξερες.
 Να φυλάς την γούνα σου μικρέ, έλεγες,
Ούτε τα Εξάρχεια ούτε τους ροκάδες μη πολυπιστεύεις.
Λαμογιά παντού.
 Ήχο ηλεκτρικό βγάζουν πια οι ροκάδες.
 Τίποτα παραπάνω.
 Τα προ – πο  έχουν γεμίσει με επιχειρηματίες.
 Και ο αθλητισμός μια επιχείρηση είναι.
 Διάβασε για την κοινωνιολογία του ποδοσφαίρου, καλά κάνεις.
  Ο Ολυμπιακός από την Μακρόνησο έφτασε στην Χ.Α. κάτι ξέρω που στο λέω.
 Και δεν μπορείς να φανταστείς πως με πονάει αυτό.
 Ο Βάσιας έγραψε ένα βιβλίο για τον Ολυμπιακό.
 Βρέστο και ξεκοκάλισε το.
 Έχει ζουμί.
 Τον Ολυμπιακό τον πούλησαν οι Πειραιώτες.
 Στην γειτονιά του Φύσσα, όχι του συγγραφέα, του τραγουδοποιού είδες τι έγινε. Και που είσαι ακόμα.
 Σ’ ένα κολόμπαρο στα Καμίνια εσύ  με κουβάλαγες.
 Γιατί κάποιοι με προσκύνησαν.
 Εγώ δεν χρίζω προσκυνήματος.
 Παρέα με τα γεράκια μεγάλωσα.
 Και τα Ελληνικά ήταν ξένη γλώσσα.
 Μη κοιτάς τον αδερφό μου. εσύ τον βλέπεις τελειωμένο.
 Και τα ανίψια.
Καλά κάνεις.
 Την δημοσιογραφία του λαού, είδες πως την κατάντησαν.
 Του συστήματος.
 Μόνο οι προπολεμικές έχουν κάτι να πουν.
 Όχι κάτι , λένε τα πάντα.
 Τότε που το ποδόσφαιρο ήταν στις αλάνες και η θέρμη για την φανέλα μετρούσε.
 Ήταν ουσιαστική.
Άνθρωποι με πάθος.
Άνθρωποι με πάθοι.
Το τραγούδι της ζωής μου.
Του
 Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια
ούτε ραμί και πάστρα,

μακάρι να μου τάξουνε
τον ουρανό με τ’ άστρα.

Αυτά με καταστρέψανε
και μ’ άφησαν μπατίρη,

τώρα δεν έχω τάλιρο
να πιω κάνα ποτήρι.

Τα έριξα κι ησύχασα
όλα με άσσο δυο

αν τα κρατούσα, μάγκες μου,
θα είχα ένα πλοίο
αν τα κρατούσα, μάγκες μου,
θα είχα λεωφορείο.

Γύρναγα στις γυναίκες.
Όχι στις σπιτικές, τις άλλες.
Νύχτα πάντα.
Είδα και την Ομόνοια του Ιωάννου.
Όχι την δική σου των πρεζονιών.
Σπουδαίοι άνθρωποι.
Και τις γυναίκες των καφενείων.
Γυναίκες με αρχίδια.
Πάντα όμως πολύ γυναίκες
Έστω και αν ήταν λεσβίες.
Ερήπεια της ζωής και της γνώσης.
Σαν αυτή του Κοκαϊνοπότη
Του  Τούντα :

Πού `ναι εκείνα μου τα κάλλη
πού `ναι η τόση εμορφιά,
στην Αθήνα δεν είχε άλλη
τέτοια λεβεντιά!

Ήμουν κούκλα, ναι στ’ αλήθεια
με μεγάλη αρχοντιά!
Δε σας λέγω παραμύθια,
τρέλανα ντουνιά!

Μα μ’ έμπλεξε ένας μόρτης
αχ, ένας μάγκας πρώτης
μου πήρε ό,τι είχα και μ’ αφήνει.
Μου πήρε την καρδιά μου,
τα νιάτα, τα λεφτά μου,
κι απ’ τον καημό φουμάρω κοκαΐνη.

Μ’ αγαπούσαν αφεντάδες,
νέοι, γέροι και παιδιά
κι όλοι πρώτοι κουβαρντάδες
μεσ’ στην αγορά.

Αχ, τι όμορφα περνούσα
με τραγούδια και κρασί,
κάθε μέρα εγλεντούσα!
Τι ζωή χρυσή!

Και τώρα η καημένη
γυρίζω μαραμένη
γιατί ο σεβντάς του μάγκα δε μ’ αφήνει.
Με τρέλανε ο μόρτης,
ο κοκαϊνοπότης,
γι’ αυτό κι εγώ φουμάρω κοκαΐνη.




Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Γιώργος Μώρος, Στο καφενείο










   φωτο: Akanthos 

Στο καφενείο έχουν καιρό να τον δουν,το ίδιο και στη ταβέρνα.Άλλοι λένε πως μπάρκαρε με το πρώτο καράβι που βρήκε,άλλοι πως ερωτεύθηκε μια τσαχπίνα θεατρίνα και γυρίζει με το θίασο της όλη την Ελλάδα.

Παρασκευά τον έλεγαν ρώτησα στο καφενείο το επώνυμο του,κανείς δεν ήξερε.Ήταν ψηλός ,γεροδεμένος με ένα μικρό σημάδι στο πρόσωπο.Δούλευε περιστασιακά σε οικοδομές και όταν δεν είχε λεφτά τον ζούσε μια αφράτη χήρα,Μέλπω τη έλεγαν γυναίκα αξιωματικού ο οποίος έπαθε καρδιακή προσβολή μετά τη πτώση της χούντας και λίγο αργότερα πέθανε μη μπορώντας να αντέξει τη ντροπή.
Κάπνιζε πάντα ζαντέ φίλτρο και έπινε ούζο σκέτο.Είχε μια αγάπη για το λαικό τραγούδι και έγραφε στίχους,Τους τραγουδούσε πότε πότε στο λιτό δωμάτιο του με ένα παλιό μπουζούκι του Ζοζέφ.Τους είχε γράψει σε μια κασέτα ,τα πήγε σε εταιρείες αλλά όλες απάντησαν αρνητικά. Αγαπούσε τα πουλιά,είχε δυο καναρίνια και όταν έβλεπε κήπους με λουλούδια στεκόταν σιωπηλός.Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ,δυο βλέμματα είχαμε αλλάξει μοναχα ,μες στη σιωπή.
Στο καφενείο έχουν καιρό να τον δουν,το ίδιο και στην ταβέρνα

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Αγγελίνα Ρωμανού, ένα κείμενο






Είναι βραδιές που έρχονται φτιασιδωμένες. Φορούν στεφάνι στα μαλλιά, υγρή σκιά στα μάτια και σεντόνι Κωνσταντινουπολίτικο. Χαλαρό στο μέσον των μηρών με ένα κομπάκι στο τελείωμα. Στ’ απόκρυφα, υπόσχονται μυρωδικά. Βανίλια και μοσχόκαρφο. Τρέμουλο λιοντάρι. Φωνή μπιζελιού σε υποστολή. Στο παλιακό μπετόκαρφο κρέμονται δυο αηδόνια ερωτευμένα μέχρι μίσους. Η γάτα παίζει με τα ράμφη και γλύφει τις τρύπες της με πάθος. Όλα, εκεί έξω, μονολογούν «Εσύ».
Μου φέραν φλούδες πορτοκαλιού σε βάζο. Βουτιά με δάχτυλα. Δυο τον αριθμό. Όπως το σύνηθες στις εισχωρήσεις. Αρχικά. Επειδή, ύστερα, ξεβράζονται ναυάγια υγρά. Σιρόπι. Βροχή. Θαλασσοχύματα. Στα βαφτίσια του αγοριού προσέφεραν ρακή. Να δεις που θα θεριέψει τ’ όργανο. Θα παίζει λύρα Κρητικιά και μπαγλαμά. Να ζώνονται οι φοράδες με σκοινί. Να Σε χωνεύω.
Φυσάει αφορισμούς. Ο πρώτος στίχος λέει «όξω από εδώ πλανεύτρα μου». Συνεχίζουν με στροφή αλήτρας μοναχής στην άκρη του Ζαλόγγου. Αφήνουν την υπόνοια της πτώσης. Ποιος τόσο θρασύς για να πετάξει με το μπλε του ουρανού? «Ελλιπές το γένος των ανθρώπων σε ασκήσεις ήθους». Είπα έτσι και πόνεσα ψηλά. Ανάμεσα στους δυο μαστούς που πιάσανε ψιλή κουβέντα με το σταυρουδάκι. «Θα σου ζουλήξω τους μανδύες, αγιοσύνη μου», ακούς να λέει ο μικρός σου γητευτής.
Σκύβω πίσω και γελάω δυνατά.
Κυλιέμαι στης ζωής σου τη γραμμή και αυνανίζομαι.





Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

Γιώργος Οικονόμου, οκτώ ποιήματα

1.       







          O κυρ Αντώνης

Ο κυρ Αντώνης
με τους ρόζους στα χέρια
έραβε και διόρθωνε ρούχα.
Μιά μέρα που ήμουν λυπημένος
μου μίλησε για τα παιδικά του χρόνια
και έτσι επιδιόρθωσε
με το βελόνι την καρδιά μου
ο κυρ Αντώνης


Η ζωή είναι ωραία

Ωρες -ώρες
η μνήμη σου ματώνει
κι εγώ ανήμπορος
το αίμα της να σταματήσω
σε παίρνω αγκαλιά
και σε νανουρίζω.
Έτσι σε ξεγελάω
πως η ζωή είναι ωραία



    Ο πατέρας

Κρυμμένος
στο διπλανό δωμάτιο
με την παλιά στρατιωτική κουβέρτα.
Ντρέπεται για την ανεργία του.
Ο πατέρας είναι εδώ.



   Η διάγνωση

Σκληρή η διάγνωση.
Εμεινα ατάραχος
έκανα πως δεν την είδα
μα η ρετσινιά
έμεινε να με καταδιώκει.
Από τότε
γράφω ποιήματα
προσπαθώντας
να απαλλαγώ απ'το στίγμα.






 ΜΝΗΜΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ,ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΓΚΡΑ,ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΑΣΚΑΡΗ,ΑΡΓΥΡΗ ΧΙΟΝΗ

Λένε πως πέθανες,χρόνια τώρα
μα εμείς καθημερινά τα κουβεντιάζουμε.
Ζω μαζί σου τον εμφύλιο

ένα ποτήρι νερό δίνω στον διψασμένο Χριστό
σκάβω βαθειά να βρώ τα παιδικά χρόνια
σε μιά κούπα καφέ κάποιος μ'ανακατεύει.
Λένε πως πέθανες
μερικοί ανόητοι 
που πίστεψαν ένα κηδειόχαρτο
κι αγνόησαν τα ποιήματα.



   Θα ξαναβρεθούμε

Θα ξαναβρεθούμε 
την ώρα που τα παιδιά
μαθαίνουν το άλφα.
Μ'ένα χαμόγελο και άδολη ματιά
ρούχα καθαρά , νύχια κομμένα
κανέναν δεν έχουμε να καταδώσουμε
ποιήματα παλιά μας νανουρίζουν
Θα ξαναβρεθούμε
σε μιά αιώνια άνοιξη
την ώρα της Ανάστασης
θα ειμαι φαντάρος
και θα'σαι απολυτήριο
θα είμαι λάθος
και θα'σαι συγγνώμη
διψασμένος
κι εσύ νερό
κυνηγημένος
κι εσύ κρυψώνα
Θα ξαναβρεθούμε
σπουργίτι εσύ
ψίχουλο εγώ.



   Οι φίλοι μου

Γεμάτοι κουσούρια οι φίλοι μου
γεμάτοι πληγές
με δόντια στραβά και μαλλιά πεσμένα 
πάχυναν γιατί έτρωγαν σκουπιδια
πέθαναν γιατί πίστεψαν στην πατρίδα
πήραν τα μάτια τους και πίσω δε γυρίσανε
γιατί υπήρξαν πάντα υπάκουοι στις εντολές
εμένα οι φιλοι μου στο δρομο βρισκουν παρηγοριά
ώρες ατέλειωτες κάνουν κύκλους στο ίδιο τετράγωνο
κυνηγώντας τη σκιά της δασκάλας 
                    Πρίγκηπος Νικολάου μπροστά στην Αγιά Σοφιά
                    μα αυτή ό,τι ήταν να πει το είπε
                     δεν το φοβούνται το σκοτάδι
                    είχαν πατέρα τυφλό που τους έμαθε χρώματα.
                   Βιβλία οι φίλοι μου που δε γράφτηκαν ακόμα
                   γιατί περιμένουν να μάθει γράμματα
                   ένα γυφτάκι απ'τη Βουλγαρία που γεννήθηκε προχτές
                   σ'ένα υπόγειο της Ξηροκρήνης.







     Χρόνια απουσίας

Χρόνια μακριά ο ένας απ' τον άλλον.
Κι όταν βρεθήκαμε
με δυσκολία πίστεψες
πως ήμουν ο Γιώργος σου.
Γερνούν και τα παιδιά μαμά
πέφτουν τα μαλλιά τους
χάνουν την ελπίδα τους
κι ας εξακολουθούν
απ'την καρδιά
να παίρνουν απαντήσεις...





Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Δημήτρης Διοματάρης, 5 αδημοσίευτα ποιήματα



    photo: Akanthos 



Το φαινόμενο: Λεκές

Ξυπνάει λέει το μεσημέρι.
Πονάει ολόκληρος
από μια αρρώστια που δεν έχει.
Χάνεται στα καλά καθούμενα,
χύνεται στο τραπεζομάντηλο
σαν το καφέ
και το διαποτίζει.
Το μόνο που θυμίζει
την μομφή του,
είναι ο λεκές στο ύφασμα.
Όταν το βλέμμα του,
απ’ το πρεβάζι
κόντρα στον άνεμο κοιτάζει,
η σκόνη της αλλοτινής ζωής περνά
δεξιά κι αριστερά,
ποτέ κατάμεσά του.
Ντρέπεται η ξένη
τον άντρα να δακρύσει,
μόνο στα ρούχα του αγγίζει,
-σαν κόρη, ντροπαλά-
μικρούς κοκκινωπούς λεκέδες.
Μέσα του μένει καθαρός.
Σαν έπεσε,
το πεζοδρόμιο και όσοι το είχαν περπατήσει,
συγκλονίστηκαν,
έκλαψαν, έφυγαν, μεγάλωσαν.
Το μόνο που θυμίζει
ότι υπήρξε, είναι
ο ανεξίτηλος λεκές
που άφησε.





Ανακολουθία

‘Πάρε το χέρι μου, που υψωμένο κρατά όλα τα γένη.
Πάρε και τη καρδιά μου, που βυθισμένη πνίγεται στο ίδιο τους το αίμα.
Πάρτα, διαθήκη και κληρονομιά σου!
Φόρα το δαχτυλίδι του θυμού, ανέβα,
στου δράκου τα φτερά, και πέτα στο σκοτάδι.’

Μετά ξεψύχησε μονάχη, παρατημένη απ’ όλους.
Έμεινα εκεί, στ’ άρρωστα πεύκα ανάμεσα,
χωρίς αέρα κι αίμα, χαμένος στην θλίψη
της ανώφελης θυσίας των πιονιών.
Βάρυνε το μυαλό μου,
τυφλές, οι σκέψεις μαχαιριές,
σαν κυνηγούσα τους αόρατούς σου προσταγμούς.
Ακόμη, πριν μου ευχηθείς καλή ζωή,
σκότωσες όλα τα φυτά στον κήπο.
Σκληρά τα λόγια της αγάπης σου, νανούριζαν τον ύπνο,
έσπασαν μέσα μου το θυμιατό, ανεπανόρθωτα...
Δεν θα ξαναμυρίσει λιβάνι η καρδιά μου.

Βραδιάτικα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, έτρεχα μέσα στους φωτισμένους δρόμους, για να προλάβω μια μορφή που σου ‘μοιάζε απίστευτα.

Σταμάτησα, πια να πιστεύω,
προσπάθεια κάνω μοναχά, να διακρίνω από μακριά,
κάποια να σου μοιάζει.
Δεν τρέχω για να την προλάβω,
μένω στη πλάνη τη μισή-μισή, ότι είσαι εσύ,
μια δεύτερη ζωή πως ήρθες να γεννήσεις,
αλλιώτικα, ετούτη τη φορά.





 Ο ένας για τον άλλον

Οι φλόγες υψώνουν την σημαία τους.
Άλλη μια νίκη προστίθεται στο χάος.
Οι στρατιώτες άοπλοι,
όμορφα πιόνια γεμάτα αυτοπεποίθηση,
τριαντάφυλλα πεταμένα στην άσφαλτο.
Κι οι δυό αντιμαχόμενοι ήταν εχθροί
ο ένας για τον άλλον.
Κερδίζει ποτέ ο νικητής,
άλλο κάτι, εκτός από τον θάνατο;

Απλώθηκε σιωπή στο όριο των σωμάτων.
Γελούσαμε πολύ δυνατά.
Μας άκουγαν όλοι κι αναρωτιόντουσαν
πως την αντέχουν τόση ευτυχία;
Εμείς γνωρίζαμε, πως όταν τα μάτια τους θ’ αναχωρούσαν
μόνοι και πάλι ξένοι θα γινόμασταν,
ο ένας για τον άλλον.
Είναι το χειροκρότημα
κέρδος για τον ηθοποιό η μοναχά για την παράσταση;

Ήταν η υπόσχεσή σου απόλυτη.
Θα ζήσουμε μαζί για πάντα, σ’ αγαπώ.
Όταν σε πήρε η αρρώστια θύμωσα πολύ,
μ’ είχες γρήγορα εγκαταλείψει.
Δεν είχε σημασία που ακολούθησες την εξόδιο,
ήμασταν, ο ένας για τον άλλον, το μισό.
Πως μου ζητάς να ζήσω μοναχά
με το δικό μου, λιγοστό μισό;

Ακρούλες ξηλωμένες στο ίδιο πλεχτό,
η μια μικρότερη απ’ την άλλη,
κομμάτια του ίδιου νήματος, σε διαφορετικά σημεία.
Εγώ μανίκι, εσύ μασχάλη.
Είμασταν ο ένας για τον άλλον, πλέξη κοινή στον ίδιο κόσμο
μαζί συγκρατούσαμε την ζέστη των σωμάτων.
Πετάξανε τον κόσμο μας στα σκουπίδια,
μαζί πετάξανε κι εμάς.
Τώρα είμαστε άχρηστοι και νεκροί,
ο ένας για τον άλλον…



Η Νύχτα

Ξεπρόβαλλε στα μάτια μου βελούδινη,
η ανάσα της, ακόμη μισοσκότεινη απ’ τα νιάτα.
Ήθελε κάμποσο, για να βαθύνει η νύχτα.
Άνοιξα το πουκάμισο για να σε νοιώσω.
Ήρθες κι απόψε, πιστή στο τάμα μας,
νύχτα, θεά συγνώμης  και
ανάστασης των μαύλων μυστικών.

Στα χέρια σου αφήνω το κορμί μου,
μονάχα εσύ γνωρίζεις το πόθο που με καίει,
από τη μια να ξεχαστώ κι από την άλλη να ξεχάσω.
Μαζί σου ήρθες να με πάρεις,
να με σκεπάσεις με σκοτάδι,
όσο βαστάει η δύναμη σου.
Η απειλή της νέα μέρας δεν αργεί
να ξαναβγάλει τ’ άπλυτα στη φόρα.

Ανυπεράσπιστος στην έκθεση,
ισχυρογνώμων στα μαθηματικά,
αφηρημένος στην ιστορία,
υπήρξα μέτριος μαθητής σου,
πάντα ως τώρα, νύχτα,
δασκάλα της μεταμφίεσής μου
σε άνθρωπο.



  
Άλικο

Είμαι εδώ, όταν είμαι απών.
Είμαι σιωπηλός, όταν μιλάμε.
Μιλώ καλύτερα στις μεγάλες σιωπές μας.
Σε βλέπω ολόκληρη, σαν λείπεις.
Ξαπλώνω δίπλα σου στο σκοτάδι,
όταν κοιμάσαι κι ανασαίνω σε.
Σε νοιώθω καλύτερα στις εκλείψεις.
Αστράφτεις σα βραδινό κερί στο τζάκι,
όταν μας λεν τα κάλαντα,
μια φορά το χρόνο.
Θα ‘θελα, μα δεν μπορώ,
δεν θέλω μάλλον,
να κάνω τις πληγές να κλείσουν.
Βαστάω στα χέρια μου τα όπλα.
Η απόφαση που πήρα,
η τιμωρία μου,
είναι να τα ‘χω κατάσαρκα ζωσμένα,
χωρίς ποτέ να τα χρησιμοποιώ.

Feel it, but don’t taste it,
put it in your mouth, but don’t swallow,
touch it, but don’t get hard on it.
Have it, but don’t…

Η μέρα μικραίνει.
Το χιόνι πέφτει αλλά δεν μένει.
Γλιστράει τ’ όνειρο απ’ τη μνήμη.
Μαδάνε οι λέξεις στους λουλουδάτους στίχους.
Τι έχει απομείνει;

Μέσα από σένα, εγώ…

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Μάνια Μεζίτη, 6 ποιήματα

    photo: Akanthos 



      βουτιά στο κενό

βγήκε απ’  την οθόνη του pc
μ’ ένα πηδηματάκι βρέθηκε
πάνω στο γραφείο μου
λιλιπούτειο ανθρωποειδές
προχωρούσε προς τα δεξιά  
στα ράφια της βιβλιοθήκης
το κοίταζα από πίσω χαιρέκακα
το παράθυρο είναι παραπλεύρως
του είπα

     ρεβάνς

ούτε της μάνας λάθη
ούτε του πατέρα
καλή τους ώρα κύριε ψ

σαν άγγελος φτερούγισα

ούτε οι δέκα positive thoughts  
του Μάρλεϊ

τα βουδιστικά ρητά

όλα στο τέλος θα πάνε καλά
αν δεν πάνε
δεν έχει έρθει ακόμη το τέλος ή

καθισμένος στην όχθη του ποταμού
θα δεις το πτώμα του εχθρού σου να περνάει

όχι στη μακρινή Νέμεση
τότε δεν θα υπάρχω

να παίζω με το δαχτυλάκι μου
την ασφαλιστική του δικλείδα και-παφ πιφ πουφ-
ο ατμός να πετάγεται

ύστερα να θυμηθώ
να πάψω να θυμάμαι


*τα πλάγια γράμματα από το Θείο τραγί του Γιάννη Σκαρίμπα.

    να παραβγούμε;

στον αθλητισμό
δεν τα πήγαινε καλά
εγγενής η αναπηρία
να μην ανταγωνίζεται 
ήταν de facto ανώτερη
αλλά από ποιον

    ατομικό βάρος  

γυρίζω
το φλιτζάνι του καφέ
ψάχνω απαντήσεις σχήματα
όχι πως ξέρω να διαβάζω
αναλφάβητη 
με σκέψη ελάχιστη 
βυθίζομαι στην κούπα μου
δίχως να νοιάζομαι για τα 
προβλήματα του κόσμου


μνημόσυνα
κηδείες που βάζω στην άκρη
πάνω στο μάτι στην τοστιέρα
από σκεύος σε σκεύος
συγχωράω τον νεκρό
άνθρωπο που δεν γνώρισα
βαθμολογώντας τη γλυκάδα
δίχως να βρίσκω ούτε σπόρο
από το πολυπόθητο ρόδι


    ευθυμία

τελευταία φορά
το παιδί μωρό
παλιότερα
στο λεωφορείο της Ζήνωνος
με συμφοιτητές 
πρόσωπο
ζώο
πράγμα
στο δεύτερο πτυχίο
απλό χαμόγελο στην pier του Μπράιτον
το ίδιο που φορούσα    

στο γάμο 

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Λουκία Πλυτά, 4 αδημοσίευτα ποιήματα






    photo: Akanthos




Άγγιγμα
Φαντάζομαι αλλόκοσμα άστρα διάπλατους ορίζοντες φτερά απόκοσμων ουρανών να κάθονται στους αστραγάλους σου στους βελούδινους μηρούς σου σμήνη αγγέλων από τα στήθη σου ξέχειλος, επιθυμία ζωής διάκοσμος κι αναζητώ τ’ αγγίγματά σου σαν να ήταν η ύπαρξη μου σταγόνας εμπαιγμός * των δακτύλων σου στερνό πλατάγισμα σε χείλος ποτηριού.




Απλάδα κύματος, τρίξιμο ακούγεται και η πόρτα σαλεύει. Των ονείρων η συνέχεια αναμφίβολη και η όψη μεγαλεπήβολη. Σταθείτε μια στάλα, όταν μιλάτε όλοι μαζί δε σας προλαβαίνω. Αργά τη νύχτα λοιπόν, όταν κανείς δεν απλώνει ρούχα στο σχοινί τράβηξα με μιας δυο μανταλάκια καυτή ηλιαχτίδα να κρεμάσω και χωρίς απόδειξη χειροπιαστή βρίσκομαι καρδιά με καρδιά εμπρός σας σαν σύννεφο αραδιασμένο σε ξένο οικόπεδο. Η αϋπνία βλέπετε με κρατάει μακριά από τη βοή και όταν η ψυχή μου στάζει μέλι μόνο οι μέλισσες γυρίζουν το κεφάλι. Εσείς, ατάραχοι από το γεγονός, φυσικά λησμονείτε τα μυριάδες κύματα που σπάνε ξανά και ξανά στο βράχο της αιωνιότητας. Χωρίζοντας σε εκατομμύρια χιλιάδες κομμάτια τη ζωή. Έτσι, ξανά και ξανά το ταξίδι ξεκινά. Ακόμα κι αν το αρνείστε ακόμα και αν δεν το δέχεστε ακόμα κι αν το άγνωστο φοβίζει όταν το τρίξιμο της πόρτας ακουστεί παλεύεις με νύχια και με δόντια να ισιώσεις το στρατί




Λεβάντες
Όταν γυρίσαμε στο σπίτι το φώς ήταν έτοιμο ν’ αναπαυθεί. Κανείς δεν μας περίμενε. Κανείς δε μέρεψε τη φλόγα. Έπειτα μάθαμε πως δε θα' ρθουν. Αναστενάξαμε με ευχαρίστηση. Βγήκαμε στη βεράντα. Οι λεβάντες χάδεψαν τα κουρασμένα μας κορμιά άλειψαν με κόκκους μωβ διαύγειας τις κλειδώσεις μας. Κι έπειτα κούρνιασαν κι αυτές ανάλαφρα στα στήθη μας κλείνοντας στα βλέφαρά τους την εικόνα μας.




Άυπνες νύχτες
Όταν θέλω να θυμηθώ την μορφή σου οσφραίνομαι τον αέρα Απλώνω το μάτι στον ορίζοντα κλαίγοντας δροσιές κλαίγοντας ελαιόδεντρα 7 χρόνους χωρίς Άνοιξη ο κήπος μας Ελλάδα


Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

Γεωργία Δρακάκη "Κυκλάδειες" 5 αδημοσίευτα ποιήματα



φωτογραφία: Yannis Perreas




                                                                  Ιούλιος-Αύγουστος 2017

Άνδρος για τον Γιάννη
Δε χρώμαι τη θέα
Είναι σκοτάδι
Η θέα αόρατη
Πάνω στο κρεβάτι ορατό μόνο το τώρα
Όλα συμβαίνουν σωστά

Σίφνος στη Μνήμη
Το σώμα του παιδιού
Πώς γέρνει στο κάστρο
Δεν θα πορθήσει ο άνθρωπος τ’  αστέρια
Κι ερωτεύεται το χώμα

Μύκονος ξανά
Και τώρα μοναχά φυσάει
Και τρίζουν παράθυρα
Και χαλούν και φτιάχνονται άνθρωποι
Και ψιθυρίζονται τα μυστικά σα να’ τανε τραγούδια
Και λαιμοί καταβροχθίζονται
Φλέβα τη φλέβα
Και ποτίζει το αίμα την ξερή ψυχή
Και κάτι αλλάζει
Μα δεν το βλέπει κανείς
Όχι επειδή είναι αόρατο
Αλλά γιατί το δώρο της Όρασης δόθηκε στους τυφλούς

Τήνος για την Τέχνη
Η Λογική από χρόνια
Μ’ έχει εξορίσει από το μαρμάρινο ναό της
Και τσιγγανεύω στο συναίσθημα
Με χάντρες τις αισθήσεις πλουμιστές
Αυτή είμαι: αδύναμη πολύ, ώστε ακόμα γράφω
Τα ποιήματα στον ενικό

Αρχιπέλαγος για τις Αναχωρήσεις & τις Επιστροφές
Γιατί τα γραπτά μου αραχνιάσανε
Πάει καιρός από την τελευταία φορά
Που φύσηξε φρέσκος αέρας μέσ’ απ’ τα σπλάχνα τους
Είναι που έχω ζωή Βαρδάρη
Και σκαρφαλώνει η ψυχή μου
Στων καραβιών τα κατάρτια
Και γέρνω πίσω, μπρος, αριστερά, δεξιά
Και ζαλίζομαι.
Τρέμουν τα χείλη μου και φιλώ
Τρέμουν τα χέρια μου και δεν μπορώ να γράψω.



Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ, 4 ποιήματα









ΟΙ ΑΠΟΝΤΕΣ


Κι όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν οι απόντες,
στη θέση τους ακινητούν μαύρα φεγγάρια,
ανοίγω τον τηλεφωνικό κατάλογο,τ'όνομά τους
βρίσκεται ακόμη εκεί,καμαρώνουν
ψάχνω παλιές ατζέντες,οι σημειώσεις τους με ξαφνιάζουν,
"Πέμπτη,ραντεβού με οδοντογιατρό", άρα υπήρξαν,
με το ίδιο ξάφνιασμα θα διαβάζουν αύριο-μεθαύριο
και τα δικά μου χειρόγραφα.Δεν αναφέρομαι στα τυπωμένα,
εκείνα τα δέχεσαι χωρίς οδυνηρήν απορία.
Μοιάζει μια αγκύλη,μια ιδιορρυθμία στην αράδα
να τους ξαναφέρνει κοντά μου,το"Σκορδάς,αντζούγες 0,50"
σ'ένα μπακαλοδέφτερο του πατέρα,με κάνει ν'ακούω τον τριγμό
του ξύλινου ποδιού του,η μάνα κρατούσε ημερολόγιο μιαν εποχή,
έρχεται και το διαβάζουμε μαζί, η Μαρία σκορπίζεται
σε σημειώσεις για ψώνια,σ'αριθμούς τηλεφώνων,σε λόγια γνωστών,
στα τραγούδια που ακούγαμε.






ΜΕ ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ ΔΕΞΙΑ


Κι όταν,στιλπνή, της θάλασσας η επιφάνεια
πολύχρωμα θα σκορπάει της προκυμαίας τα φώτα
-θα'ναι ο καιρός που η αλκυόνη αποκοιμάται στο νερό-
απ'το Γαλατοδάσος θα φανεί  ο Ντίλαν Τόμας,
φουσκωμένος,όπως τα μπαλόνια των παιδιών που ιριδίζουν,
με τις τσέπες γεμάτες βιολέτες και κουδουνάκια,"τα ποιήματα
είναι κατασκευές, από λέξεις,να, το φεγγάρι, μια πέτρα που μυρίζει
υδρόθειο,το μπουκάλι που μου προμήθευσε ο Τζέρι,ένα μοναχικό
τραγούδι κι ο,πανάξιος μπροστά στα γουρουνάκια,λύκος",
αυτά θα λέει και θα βγάζει απ' την τσέπη του ένα ποίημα,
όπως ο ταχυδακτυλουργός το περιστέρι απ'το μανίκι,
ένα ποίημα που,εντός του,πολεμούν ο άγγελος,ο δράκος κι ο τρελός,
ο άγγελος στην καθαρότητα των λέξεων κι ο δράκος τα μπουκάλια
του Τζέρι-τρελός είναι ο ποιητής που νόμισε πως θ'άλλαζε τον κόσμο
παρόλο που η αλκυόνη εξακολουθεί να κοιμάται, ακόμη με το ράμφος δεξιά





Ο ΚΟΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΛΟΥΚΑ


Εκτός απ'τα ραφεία, μου άρεσε κι εκείνος
ο πελώριος κούκλος του Παλούκα.
Δεν έκανε τίποτ' άλλο απ'το να κουνάει,
σε μιαν αέναη κατάφαση,το κεφάλι του.
Πιο πέρα,στον ίδιο δρόμο,άκουγες,στης Σώταινας,
βραχνά τραγούδια και γυαλικά που έσπαζαν
(απαγορευμένη για μας, τα παιδιά, περιοχή).
Και περιμέναμε το βράδυ,να γυαλίσουν
απ' τη βροχή,
οι άμαξες,
να γυαλίσουν τα σύρματα,οι επιγραφές
και οι ράχες των αλόγων,να πλησιάσουμε την πιάτσα,
βουλιάζοντας σε σάπια χρεμετίσματα.





ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΤΣΑΚΙΖΟΥΜΕ;


Κι ύστερα, χτυπούν την πόρτα σου οι ποιητές
του μεσοπολέμου,ντυμένοι με φόρμες,κρατούν
καροτσάκια
γεμάτα εντελείς ρίμες και κραυγαλέα μέτρα, 
"από πού έρχεσθε" τους ρωτάς,
σου απαντούν "απ'το κύμα του χθες "και το
πριονίδι των ποιημάτων τους,συμπληρώνουν, είναι
για να ταΐσουν τα περιστέρια,τους εξηγείς ότι τα πουλιά
τρέφονται σήμερα από γωνίες ανοιχτών ποιημάτων-μερικά
τρώνε σπόρους-παραξενεύονται,
"δεν τα δουλεύετε τα τραγούδια;"
ρωτούν, "έχουμε εκατό φεγγάρια,
ο καθένας,στο κομοδίνο του,
τα βράδια τιναζόμαστε και καταγράφουμε τα όνειρά μας",
απαντούμε,
"δεν περισσεύει σχεδόν τίποτε από υγρό τραγούδι, γι αυτό,
σ' αυτή την πόλη, θα βρείτε
περισσότερα άδεια τρένα και λιγότερα πουλιά, περισσότερο χάρτινο
πόνο και άδειες μέρες από τραγούδι,θα βρείτε τσελεμεντέδες ποιητικής
και πορώδεις καρδιές,ν'αντέχουμε,να μη σπάμε,στην παραλία
και τα μεγάλα δωμάτια που βλέπουν προς τη δύση,έχουμε
μαλακούς ωραίους κροτάφους,γιατί να τους τσακίζουμε;"