photo: Akanthos
Άγγιγμα
Φαντάζομαι αλλόκοσμα άστρα διάπλατους ορίζοντες φτερά απόκοσμων ουρανών να κάθονται στους αστραγάλους σου στους βελούδινους μηρούς σου σμήνη αγγέλων από τα στήθη σου ξέχειλος, επιθυμία ζωής διάκοσμος κι αναζητώ τ’ αγγίγματά σου σαν να ήταν η ύπαρξη μου σταγόνας εμπαιγμός * των δακτύλων σου στερνό πλατάγισμα σε χείλος ποτηριού.
Απλάδα κύματος, τρίξιμο ακούγεται και η πόρτα σαλεύει. Των ονείρων η συνέχεια αναμφίβολη και η όψη μεγαλεπήβολη. Σταθείτε μια στάλα, όταν μιλάτε όλοι μαζί δε σας προλαβαίνω. Αργά τη νύχτα λοιπόν, όταν κανείς δεν απλώνει ρούχα στο σχοινί τράβηξα με μιας δυο μανταλάκια καυτή ηλιαχτίδα να κρεμάσω και χωρίς απόδειξη χειροπιαστή βρίσκομαι καρδιά με καρδιά εμπρός σας σαν σύννεφο αραδιασμένο σε ξένο οικόπεδο. Η αϋπνία βλέπετε με κρατάει μακριά από τη βοή και όταν η ψυχή μου στάζει μέλι μόνο οι μέλισσες γυρίζουν το κεφάλι. Εσείς, ατάραχοι από το γεγονός, φυσικά λησμονείτε τα μυριάδες κύματα που σπάνε ξανά και ξανά στο βράχο της αιωνιότητας. Χωρίζοντας σε εκατομμύρια χιλιάδες κομμάτια τη ζωή. Έτσι, ξανά και ξανά το ταξίδι ξεκινά. Ακόμα κι αν το αρνείστε ακόμα και αν δεν το δέχεστε ακόμα κι αν το άγνωστο φοβίζει όταν το τρίξιμο της πόρτας ακουστεί παλεύεις με νύχια και με δόντια να ισιώσεις το στρατί
Λεβάντες
Όταν γυρίσαμε στο σπίτι το φώς ήταν έτοιμο ν’ αναπαυθεί. Κανείς δεν μας περίμενε. Κανείς δε μέρεψε τη φλόγα. Έπειτα μάθαμε πως δε θα' ρθουν. Αναστενάξαμε με ευχαρίστηση. Βγήκαμε στη βεράντα. Οι λεβάντες χάδεψαν τα κουρασμένα μας κορμιά άλειψαν με κόκκους μωβ διαύγειας τις κλειδώσεις μας. Κι έπειτα κούρνιασαν κι αυτές ανάλαφρα στα στήθη μας κλείνοντας στα βλέφαρά τους την εικόνα μας.
Άυπνες νύχτες
Όταν θέλω να θυμηθώ την μορφή σου οσφραίνομαι τον αέρα Απλώνω το μάτι στον ορίζοντα κλαίγοντας δροσιές κλαίγοντας ελαιόδεντρα 7 χρόνους χωρίς Άνοιξη ο κήπος μας Ελλάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου