Σελίδες

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

Γιώργος Οικονόμου, οκτώ ποιήματα

1.       







          O κυρ Αντώνης

Ο κυρ Αντώνης
με τους ρόζους στα χέρια
έραβε και διόρθωνε ρούχα.
Μιά μέρα που ήμουν λυπημένος
μου μίλησε για τα παιδικά του χρόνια
και έτσι επιδιόρθωσε
με το βελόνι την καρδιά μου
ο κυρ Αντώνης


Η ζωή είναι ωραία

Ωρες -ώρες
η μνήμη σου ματώνει
κι εγώ ανήμπορος
το αίμα της να σταματήσω
σε παίρνω αγκαλιά
και σε νανουρίζω.
Έτσι σε ξεγελάω
πως η ζωή είναι ωραία



    Ο πατέρας

Κρυμμένος
στο διπλανό δωμάτιο
με την παλιά στρατιωτική κουβέρτα.
Ντρέπεται για την ανεργία του.
Ο πατέρας είναι εδώ.



   Η διάγνωση

Σκληρή η διάγνωση.
Εμεινα ατάραχος
έκανα πως δεν την είδα
μα η ρετσινιά
έμεινε να με καταδιώκει.
Από τότε
γράφω ποιήματα
προσπαθώντας
να απαλλαγώ απ'το στίγμα.






 ΜΝΗΜΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ,ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΓΚΡΑ,ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΑΣΚΑΡΗ,ΑΡΓΥΡΗ ΧΙΟΝΗ

Λένε πως πέθανες,χρόνια τώρα
μα εμείς καθημερινά τα κουβεντιάζουμε.
Ζω μαζί σου τον εμφύλιο

ένα ποτήρι νερό δίνω στον διψασμένο Χριστό
σκάβω βαθειά να βρώ τα παιδικά χρόνια
σε μιά κούπα καφέ κάποιος μ'ανακατεύει.
Λένε πως πέθανες
μερικοί ανόητοι 
που πίστεψαν ένα κηδειόχαρτο
κι αγνόησαν τα ποιήματα.



   Θα ξαναβρεθούμε

Θα ξαναβρεθούμε 
την ώρα που τα παιδιά
μαθαίνουν το άλφα.
Μ'ένα χαμόγελο και άδολη ματιά
ρούχα καθαρά , νύχια κομμένα
κανέναν δεν έχουμε να καταδώσουμε
ποιήματα παλιά μας νανουρίζουν
Θα ξαναβρεθούμε
σε μιά αιώνια άνοιξη
την ώρα της Ανάστασης
θα ειμαι φαντάρος
και θα'σαι απολυτήριο
θα είμαι λάθος
και θα'σαι συγγνώμη
διψασμένος
κι εσύ νερό
κυνηγημένος
κι εσύ κρυψώνα
Θα ξαναβρεθούμε
σπουργίτι εσύ
ψίχουλο εγώ.



   Οι φίλοι μου

Γεμάτοι κουσούρια οι φίλοι μου
γεμάτοι πληγές
με δόντια στραβά και μαλλιά πεσμένα 
πάχυναν γιατί έτρωγαν σκουπιδια
πέθαναν γιατί πίστεψαν στην πατρίδα
πήραν τα μάτια τους και πίσω δε γυρίσανε
γιατί υπήρξαν πάντα υπάκουοι στις εντολές
εμένα οι φιλοι μου στο δρομο βρισκουν παρηγοριά
ώρες ατέλειωτες κάνουν κύκλους στο ίδιο τετράγωνο
κυνηγώντας τη σκιά της δασκάλας 
                    Πρίγκηπος Νικολάου μπροστά στην Αγιά Σοφιά
                    μα αυτή ό,τι ήταν να πει το είπε
                     δεν το φοβούνται το σκοτάδι
                    είχαν πατέρα τυφλό που τους έμαθε χρώματα.
                   Βιβλία οι φίλοι μου που δε γράφτηκαν ακόμα
                   γιατί περιμένουν να μάθει γράμματα
                   ένα γυφτάκι απ'τη Βουλγαρία που γεννήθηκε προχτές
                   σ'ένα υπόγειο της Ξηροκρήνης.







     Χρόνια απουσίας

Χρόνια μακριά ο ένας απ' τον άλλον.
Κι όταν βρεθήκαμε
με δυσκολία πίστεψες
πως ήμουν ο Γιώργος σου.
Γερνούν και τα παιδιά μαμά
πέφτουν τα μαλλιά τους
χάνουν την ελπίδα τους
κι ας εξακολουθούν
απ'την καρδιά
να παίρνουν απαντήσεις...





Δεν υπάρχουν σχόλια: