Σελίδες

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

"Η φυγή της Αριάδνης" Ανέκδοτο διήγημα του Βασίλη Μπαρούτη






Σαν να ταν από το φως στο χάραμα φτιαγμένο το ρούχο της καθώς στην άκρη της αυγής στάθηκε να χαιρετήσει το Θησέα, κύλησε αθόρυβα από πάνω της κάνοντας τα δέντρα γύρω να ριγήσουν. 

Λύθηκε η μεταξένια της κόμη και γλίστρησε απαλά σκεπάζοντας τους ώμους της. Τα μαλλιά της μαύρα σαν το πανί στο πλοίο του ήρωα, σαν την καρδιά της. Έλαμψαν όμως στο ξύπνημα της μέρας χαϊδεύοντας με ίσκιους το κορμί της.  
Μόλις είχε ξεμυτίσει το θυμάρι από το χώμα και η ανάσα του την κέντριζε στο λαιμό.Οι πεύκοι είχαν απλώσει στον ήλιο τις βελόνες τους και θρόιζαν με ανακούφιση κάθε φορά που παγωμένη τους αγκάλιαζε η πνοή του ανέμου από το πέλαγος.
Γλάροι άνοιξαν τα φτερά τους, ένα κύμα σκόρπισε τον αφρό του στα βράχια της Κρήτης, το πλοίο άφηνε πίσω του έναν τόπο ορφανό. Ο ήρωας σκότωσε το θηρίο και πήρε αυτός τη θέση του. Τώρα για να μην ανακαλύψουν το μυστικό του με το πρώτο φως άνοιξε πανιά για την πατρίδα. Χωρίς να κρατήσει την υπόσχεση που έδωσε την ίδια νύχτα. Να έπαιρνε μαζί του κι εκείνη. Να μην κόψει το νήμα που του χάρισε για να σωθεί. Να ξετυλίξει το κουβάρι της ζωής του μαζί της. Το πλοίο μάκραινε.
Η Αριάδνη δεν άντεχε να το βλέπει έτσι αλαργινό και έκλεισε τα μάτια. Το τσάκιζε στα δύο με τη σκέψη της για να βυθιστεί έξω από το λιμάνι της Κνωσού κι εκείνη μετά φορούσε ουρά ψαριού και βούταγε στην υδάτινη αγκαλιά να σώσει τον αγαπημένο της. Τους έβγαζε ο καιρός σε ένα νησί που οι δυο τους μετά σωσμένοι και γεμάτοι πληγές,  αυλάκια στην άμμο που τα σκεπάζει ο νοτιάς νερό και τα καίει η αλμύρα.  
Τα δειλινά του χάιδευε τα χέρια κι εκείνος τη φιλούσε στην κοιλιά. Γύρω από τον αφαλό της στροβιλίζονταν τα δάκρυα από τα μάτια του. Ήταν η ευτυχία που τους μάθαινε, τους άσθμαινε στα τυφλά. Εκείνοι την δέχονταν σαν διψασμένα ελάφια που τα κυνηγούσαν όλο το βράδυ τα σκυλιά της αυλής και κάπως ανέλπιστα τα βρήκε ο πρωινός αέρας ελεύθερα δίπλα στην όχθη ενός ποταμού.

Ξυπνούσαν πάλι μέσα στα χώματα μπλεγμένα τα μαλλιά τους στάχυα και δροσοσταλιές.Τα μεσημέρια έκρυβαν τα χαμόγελα τους να μην σκεπάσουν τον ήλιο.Τα βλέμματα τους το βράδυ φώτιζαν το στερέωμα και σιωπούσε το αηδόνι στη λαλιά τους.
Είχαν το σπίτι τους σε ένα ύψωμα στις παρυφές της πόλης. Από πάνω τους ο ναός του Ξένιου στεφάνωνε με τους κίονες και τα αγάλματα την αμάραντη νήσο του Ρόδου. Εκεί άραξαν την γαλήνη τους και μετρούσαν τα βήματα τους στις πέτρες τις λευκές. Δεξί αυτός βήμα, αριστερό αυτή. Μπλεγμένα τα δάχτυλα, οι ρίζες των χεριών που βλάστησαν μαζί. Στα μάτια, στο στόμα, στους κροτάφους, άνθη από αμπέλι, στο λαιμό, στα στήθη, στα μπράτσα, άνθη φύτρωσαν όπου ακούμπησαν τα χείλη. Και στον καιρό τους έδωσαν τσαμπιά να πέφτουν κάτω οι ρώγες εκεί που πατούσαν ζευγαρωμένοι. Στα βήματα τους κρασί μοσχάτο και γλέντι. Από τα πόδια ανέβαινε πάλι στο κεφάλι όπως το αίμα, κόκκινο, γλυκό. Να μεθάνε και να τρεμοπαίζουν τα βλέφαρα στο κάλεσμα της νύχτας, με τα κορμιά τους παραδομένα στα χάδια και τις θωπείες, γλυπτά αιώνια και άτρωτα.
Η Αριάδνη ύφαινε με φύκια και κοράλλια τις σιωπές του Θησέα καθώς εκείνος παραμόνευε το ξύπνημα της αγαπημένης του από το παράθυρο. Εκεί που έτρεχε να αδράξει τον ορίζοντα κάθε φορά που έγνεφε το παλάτι του στην Αθήνα.
Ήταν μακρινός ο θυμός του γι αυτό και μεγάλος. Η πριγκίπισσα που ήταν δίπλα του χωρίς να την ξυπνήσει τη σιωπούσε. Μέχρι που ο γιος του Αιγέα άνοιξε πανί για την πατρίδα του και χάθηκε στο αναποδογύρισμα μιας παύσης. Να κοίταζε κι αυτός από το πλοίο προς τα πίσω στο νησί ή είχε τα μάτια του στην πλώρη;


Κι ήρθε το κύμα και σκέπασε την αφρισμένη επιφάνεια του νερού, λευκές γιρλάντες, που άφηνε πίσω του το καράβι καθώς έπλεε προς τ’ ανοιχτά. Η οπτασία, πηγή που στέρεψε πριν χαρίσει τη δροσιά της. Η καρδιά της Αριάδνης τινάχτηκε πίσω στο στήθος της κι η κόρη του Μίνωα άνοιξε τα μάτια. Είδε το σημείο που έπαιρνε η θάλασσα τον αγαπημένο της να είναι άδειο κι έκλαψε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: