Σελίδες

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Δημήτρης Διοματάρης, 5 αδημοσίευτα ποιήματα



    photo: Akanthos 



Το φαινόμενο: Λεκές

Ξυπνάει λέει το μεσημέρι.
Πονάει ολόκληρος
από μια αρρώστια που δεν έχει.
Χάνεται στα καλά καθούμενα,
χύνεται στο τραπεζομάντηλο
σαν το καφέ
και το διαποτίζει.
Το μόνο που θυμίζει
την μομφή του,
είναι ο λεκές στο ύφασμα.
Όταν το βλέμμα του,
απ’ το πρεβάζι
κόντρα στον άνεμο κοιτάζει,
η σκόνη της αλλοτινής ζωής περνά
δεξιά κι αριστερά,
ποτέ κατάμεσά του.
Ντρέπεται η ξένη
τον άντρα να δακρύσει,
μόνο στα ρούχα του αγγίζει,
-σαν κόρη, ντροπαλά-
μικρούς κοκκινωπούς λεκέδες.
Μέσα του μένει καθαρός.
Σαν έπεσε,
το πεζοδρόμιο και όσοι το είχαν περπατήσει,
συγκλονίστηκαν,
έκλαψαν, έφυγαν, μεγάλωσαν.
Το μόνο που θυμίζει
ότι υπήρξε, είναι
ο ανεξίτηλος λεκές
που άφησε.





Ανακολουθία

‘Πάρε το χέρι μου, που υψωμένο κρατά όλα τα γένη.
Πάρε και τη καρδιά μου, που βυθισμένη πνίγεται στο ίδιο τους το αίμα.
Πάρτα, διαθήκη και κληρονομιά σου!
Φόρα το δαχτυλίδι του θυμού, ανέβα,
στου δράκου τα φτερά, και πέτα στο σκοτάδι.’

Μετά ξεψύχησε μονάχη, παρατημένη απ’ όλους.
Έμεινα εκεί, στ’ άρρωστα πεύκα ανάμεσα,
χωρίς αέρα κι αίμα, χαμένος στην θλίψη
της ανώφελης θυσίας των πιονιών.
Βάρυνε το μυαλό μου,
τυφλές, οι σκέψεις μαχαιριές,
σαν κυνηγούσα τους αόρατούς σου προσταγμούς.
Ακόμη, πριν μου ευχηθείς καλή ζωή,
σκότωσες όλα τα φυτά στον κήπο.
Σκληρά τα λόγια της αγάπης σου, νανούριζαν τον ύπνο,
έσπασαν μέσα μου το θυμιατό, ανεπανόρθωτα...
Δεν θα ξαναμυρίσει λιβάνι η καρδιά μου.

Βραδιάτικα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, έτρεχα μέσα στους φωτισμένους δρόμους, για να προλάβω μια μορφή που σου ‘μοιάζε απίστευτα.

Σταμάτησα, πια να πιστεύω,
προσπάθεια κάνω μοναχά, να διακρίνω από μακριά,
κάποια να σου μοιάζει.
Δεν τρέχω για να την προλάβω,
μένω στη πλάνη τη μισή-μισή, ότι είσαι εσύ,
μια δεύτερη ζωή πως ήρθες να γεννήσεις,
αλλιώτικα, ετούτη τη φορά.





 Ο ένας για τον άλλον

Οι φλόγες υψώνουν την σημαία τους.
Άλλη μια νίκη προστίθεται στο χάος.
Οι στρατιώτες άοπλοι,
όμορφα πιόνια γεμάτα αυτοπεποίθηση,
τριαντάφυλλα πεταμένα στην άσφαλτο.
Κι οι δυό αντιμαχόμενοι ήταν εχθροί
ο ένας για τον άλλον.
Κερδίζει ποτέ ο νικητής,
άλλο κάτι, εκτός από τον θάνατο;

Απλώθηκε σιωπή στο όριο των σωμάτων.
Γελούσαμε πολύ δυνατά.
Μας άκουγαν όλοι κι αναρωτιόντουσαν
πως την αντέχουν τόση ευτυχία;
Εμείς γνωρίζαμε, πως όταν τα μάτια τους θ’ αναχωρούσαν
μόνοι και πάλι ξένοι θα γινόμασταν,
ο ένας για τον άλλον.
Είναι το χειροκρότημα
κέρδος για τον ηθοποιό η μοναχά για την παράσταση;

Ήταν η υπόσχεσή σου απόλυτη.
Θα ζήσουμε μαζί για πάντα, σ’ αγαπώ.
Όταν σε πήρε η αρρώστια θύμωσα πολύ,
μ’ είχες γρήγορα εγκαταλείψει.
Δεν είχε σημασία που ακολούθησες την εξόδιο,
ήμασταν, ο ένας για τον άλλον, το μισό.
Πως μου ζητάς να ζήσω μοναχά
με το δικό μου, λιγοστό μισό;

Ακρούλες ξηλωμένες στο ίδιο πλεχτό,
η μια μικρότερη απ’ την άλλη,
κομμάτια του ίδιου νήματος, σε διαφορετικά σημεία.
Εγώ μανίκι, εσύ μασχάλη.
Είμασταν ο ένας για τον άλλον, πλέξη κοινή στον ίδιο κόσμο
μαζί συγκρατούσαμε την ζέστη των σωμάτων.
Πετάξανε τον κόσμο μας στα σκουπίδια,
μαζί πετάξανε κι εμάς.
Τώρα είμαστε άχρηστοι και νεκροί,
ο ένας για τον άλλον…



Η Νύχτα

Ξεπρόβαλλε στα μάτια μου βελούδινη,
η ανάσα της, ακόμη μισοσκότεινη απ’ τα νιάτα.
Ήθελε κάμποσο, για να βαθύνει η νύχτα.
Άνοιξα το πουκάμισο για να σε νοιώσω.
Ήρθες κι απόψε, πιστή στο τάμα μας,
νύχτα, θεά συγνώμης  και
ανάστασης των μαύλων μυστικών.

Στα χέρια σου αφήνω το κορμί μου,
μονάχα εσύ γνωρίζεις το πόθο που με καίει,
από τη μια να ξεχαστώ κι από την άλλη να ξεχάσω.
Μαζί σου ήρθες να με πάρεις,
να με σκεπάσεις με σκοτάδι,
όσο βαστάει η δύναμη σου.
Η απειλή της νέα μέρας δεν αργεί
να ξαναβγάλει τ’ άπλυτα στη φόρα.

Ανυπεράσπιστος στην έκθεση,
ισχυρογνώμων στα μαθηματικά,
αφηρημένος στην ιστορία,
υπήρξα μέτριος μαθητής σου,
πάντα ως τώρα, νύχτα,
δασκάλα της μεταμφίεσής μου
σε άνθρωπο.



  
Άλικο

Είμαι εδώ, όταν είμαι απών.
Είμαι σιωπηλός, όταν μιλάμε.
Μιλώ καλύτερα στις μεγάλες σιωπές μας.
Σε βλέπω ολόκληρη, σαν λείπεις.
Ξαπλώνω δίπλα σου στο σκοτάδι,
όταν κοιμάσαι κι ανασαίνω σε.
Σε νοιώθω καλύτερα στις εκλείψεις.
Αστράφτεις σα βραδινό κερί στο τζάκι,
όταν μας λεν τα κάλαντα,
μια φορά το χρόνο.
Θα ‘θελα, μα δεν μπορώ,
δεν θέλω μάλλον,
να κάνω τις πληγές να κλείσουν.
Βαστάω στα χέρια μου τα όπλα.
Η απόφαση που πήρα,
η τιμωρία μου,
είναι να τα ‘χω κατάσαρκα ζωσμένα,
χωρίς ποτέ να τα χρησιμοποιώ.

Feel it, but don’t taste it,
put it in your mouth, but don’t swallow,
touch it, but don’t get hard on it.
Have it, but don’t…

Η μέρα μικραίνει.
Το χιόνι πέφτει αλλά δεν μένει.
Γλιστράει τ’ όνειρο απ’ τη μνήμη.
Μαδάνε οι λέξεις στους λουλουδάτους στίχους.
Τι έχει απομείνει;

Μέσα από σένα, εγώ…